βισκόζη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βισκόζη | οι | βισκόζες |
γενική | της | βισκόζης | — | |
αιτιατική | τη | βισκόζη | τις | βισκόζες |
κλητική | βισκόζη | βισκόζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βισκόζη < προσαρμοσμένο λόγιο δάνειο από τη γαλλική viscose + -η. Συγκρίνετε με το άκλιτο ουδέτερο βισκόζ.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /viˈsko.zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐σκό‐ζη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβισκόζη θηλυκό
- (χημεία) κολλώδης ουσία που χρησιμοποιείται στην παραγωγή του σελοφάν και άλλων ουσιών με βάση την κυτταρίνη
- ⮡ υφάσματα, χαλιά από βισκόζη ή βισκόζες διαφορετικού τύπου και πάχους
- (ύφασμα) → δείτε τη λέξη βισκόζ
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βισκόζη, βισκόζ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)