↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βισκόζη οι βισκόζες
      γενική της βισκόζης
    αιτιατική τη βισκόζη τις βισκόζες
     κλητική βισκόζη βισκόζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βισκόζη < προσαρμοσμένο λόγιο δάνειο από τη γαλλική viscose + . Συγκρίνετε με το άκλιτο ουδέτερο βισκόζ.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /viˈsko.zi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐σκό‐ζη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βισκόζη θηλυκό

  1. (χημεία) κολλώδης ουσία που χρησιμοποιείται στην παραγωγή του σελοφάν και άλλων ουσιών με βάση την κυτταρίνη
    ⮡  υφάσματα, χαλιά από βισκόζη ή βισκόζες διαφορετικού τύπου και πάχους
  2. (ύφασμα) → δείτε τη λέξη βισκόζ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία