Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κυτταρίνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κυτταρίν
η
οι
κυτταρίν
ες
γενική
της
κυτταρίν
ης
των
κυτταριν
ών
αιτιατική
την
κυτταρίν
η
τις
κυτταρίν
ες
κλητική
κυτταρίν
η
κυτταρίν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κυτταρίνη
<
κύτταρο
+
-ίνη
<
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
cellulose
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κυτταρίνη
θηλυκό
(
βιοχημεία
) μακρομόριο
γλυκόζης
, το βασικό συστατικό στο κυτταρικό
τοίχωμα
των φυτικών κυττάρων
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κυτταρίνη
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυτταρίνη
αγγλικά
:
cellulose
(en)
γαλλικά
:
cellulose
(fr)
πολωνικά
:
celuloza
(pl)
τσεχικά
:
celulóza
(cs)
φινλανδικά
:
selluloosa
(fi)