σελοφάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σελοφάν < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική cellophane < cellulose (< cellule < λατινική cellula) + -phane (< αρχαία ελληνική φαίνω)
- Ονομασία που δόθηκε στα 1911 από τον Ελβετό χημικό Jacques E. Brandenberger που το πρωτοκατασκεύασε
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /se.loˈfan/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐λο‐φάν
Ουσιαστικό
επεξεργασίασελοφάν ουδέτερο άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σελοφάν στη Βικιπαίδεια