↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροσάρμοστος η απροσάρμοστη το απροσάρμοστο
      γενική του απροσάρμοστου της απροσάρμοστης του απροσάρμοστου
    αιτιατική τον απροσάρμοστο την απροσάρμοστη το απροσάρμοστο
     κλητική απροσάρμοστε απροσάρμοστη απροσάρμοστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροσάρμοστοι οι απροσάρμοστες τα απροσάρμοστα
      γενική των απροσάρμοστων των απροσάρμοστων των απροσάρμοστων
    αιτιατική τους απροσάρμοστους τις απροσάρμοστες τα απροσάρμοστα
     κλητική απροσάρμοστοι απροσάρμοστες απροσάρμοστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απροσάρμοστος < α- + προσαρμόζω + -τος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.pɾoˈsaɾ.mo.stos/

  Επίθετο

επεξεργασία

απροσάρμοστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει προσαρμοστεί ή δεν μπορεί να προσαρμοστεί
  2. (ουσιαστικοποιημένο) απροσάρμοστο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία