Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προσαρμόσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προσαρμόσιμ
ος
η
προσαρμόσιμ
η
το
προσαρμόσιμ
ο
γενική
του
προσαρμόσιμ
ου
της
προσαρμόσιμ
ης
του
προσαρμόσιμ
ου
αιτιατική
τον
προσαρμόσιμ
ο
την
προσαρμόσιμ
η
το
προσαρμόσιμ
ο
κλητική
προσαρμόσιμ
ε
προσαρμόσιμ
η
προσαρμόσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προσαρμόσιμ
οι
οι
προσαρμόσιμ
ες
τα
προσαρμόσιμ
α
γενική
των
προσαρμόσιμ
ων
των
προσαρμόσιμ
ων
των
προσαρμόσιμ
ων
αιτιατική
τους
προσαρμόσιμ
ους
τις
προσαρμόσιμ
ες
τα
προσαρμόσιμ
α
κλητική
προσαρμόσιμ
οι
προσαρμόσιμ
ες
προσαρμόσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προσαρμόσιμος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
προσαρμόσιμος, -η, -ο
που είναι ικανός να
προσαρμοστεί
σε κάτι
Συνώνυμα
επεξεργασία
ευπροσάρμοστος
(
μεταφορικά
)
ευέλικτος
Αντώνυμα
επεξεργασία
απροσάρμοστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσαρμόσιμος
γαλλικά
:
adaptable
(fr)
ρουμανικά
:
adaptabil
(ro)