Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσαρμόσιμος η προσαρμόσιμη το προσαρμόσιμο
      γενική του προσαρμόσιμου της προσαρμόσιμης του προσαρμόσιμου
    αιτιατική τον προσαρμόσιμο την προσαρμόσιμη το προσαρμόσιμο
     κλητική προσαρμόσιμε προσαρμόσιμη προσαρμόσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσαρμόσιμοι οι προσαρμόσιμες τα προσαρμόσιμα
      γενική των προσαρμόσιμων των προσαρμόσιμων των προσαρμόσιμων
    αιτιατική τους προσαρμόσιμους τις προσαρμόσιμες τα προσαρμόσιμα
     κλητική προσαρμόσιμοι προσαρμόσιμες προσαρμόσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσαρμόσιμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

προσαρμόσιμος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία