πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευπροσάρμοστος η ευπροσάρμοστη το ευπροσάρμοστο
      γενική του ευπροσάρμοστου της ευπροσάρμοστης του ευπροσάρμοστου
    αιτιατική τον ευπροσάρμοστο την ευπροσάρμοστη το ευπροσάρμοστο
     κλητική ευπροσάρμοστε ευπροσάρμοστη ευπροσάρμοστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευπροσάρμοστοι οι ευπροσάρμοστες τα ευπροσάρμοστα
      γενική των ευπροσάρμοστων των ευπροσάρμοστων των ευπροσάρμοστων
    αιτιατική τους ευπροσάρμοστους τις ευπροσάρμοστες τα ευπροσάρμοστα
     κλητική ευπροσάρμοστοι ευπροσάρμοστες ευπροσάρμοστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ευπροσάρμοστος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα εὐπροσάρμοστος, (μαρτυρείται από το 1885) [1] ευ- + (προσαρμόζω), πορσαρμοσ- + -τος
ΔΦΑ : /ef.pɾoˈsaɾ.mo.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευπροσάρμοστος
παλιότερος συλλαβισμός: ευπροσάρμοστος

ευπροσάρμοστος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ευπροσάρμοστος, σελ.424, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου