ενικός         πληθυντικός  
adaptable adaptables

  Επίθετο

επεξεργασία

adaptable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ευπροσάρμοστος
  2. προσαρμόσιμος

Αντώνυμα

επεξεργασία