Δείτε επίσης: εὐέλικτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευέλικτος η ευέλικτη το ευέλικτο
      γενική του ευέλικτου της ευέλικτης του ευέλικτου
    αιτιατική τον ευέλικτο την ευέλικτη το ευέλικτο
     κλητική ευέλικτε ευέλικτη ευέλικτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευέλικτοι οι ευέλικτες τα ευέλικτα
      γενική των ευέλικτων των ευέλικτων των ευέλικτων
    αιτιατική τους ευέλικτους τις ευέλικτες τα ευέλικτα
     κλητική ευέλικτοι ευέλικτες ευέλικτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευέλικτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐέλικτος [1] (

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈve.li.ktow/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐έ‐λι‐κτος

  Επίθετο επεξεργασία

ευέλικτος, -η, -ο

  1. που κάνει εύκολα ελιγμούς, που ελίσσεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα κατεύθυνση
  2. (μεταφορικά) που προσαρμόζεται εύκολα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία