εὐέλικτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | εὐέλικτος | τὸ | εὐέλικτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | εὐελίκτου | τοῦ | εὐελίκτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | εὐελίκτῳ | τῷ | εὐελίκτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | εὐέλικτον | τὸ | εὐέλικτον | ||
κλητική ὦ! | εὐέλικτε | εὐέλικτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐέλικτοι | τὰ | εὐέλικτᾰ | ||
γενική | τῶν | εὐελίκτων | τῶν | εὐελίκτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐελίκτοις | τοῖς | εὐελίκτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐελίκτους | τὰ | εὐέλικτᾰ | ||
κλητική ὦ! | εὐέλικτοι | εὐέλικτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐελίκτω | τὼ | εὐελίκτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐελίκτοιν | τοῖν | εὐελίκτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εὐέλικτος (ελληνιστική κοινή) < (εὖ) εὐ-+ ἑλικ- (όπως αρχαία ελληνική ἑλίσσω + -τος, κατάληξη ρηματικού επιθέτου [1]
Επίθετο
επεξεργασίαεὐέλικτος, -ος, -ον
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἑλίσσω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «ευέλικτος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- εὐέλικτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.