inadapté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inadapté | inadaptés |
θηλυκό | inadaptée | inadaptées |
Επίθετο
επεξεργασίαinadapté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inadapté | inadaptés |
θηλυκό | inadaptée | inadaptées |
inadapté (fr)