γεωτροπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεωτροπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική géotropique < géotropisme < αρχαία ελληνική γεω- + τρόπος
Επίθετο
επεξεργασίαγεωτροπικός
- που έχει σχέση με τον γεωτροπισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις γεωτροπισμός, γη και τρόπος