επιτροπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιτροπικός < αρχαία ελληνική ἐπιτροπικός < ἐπίτροπος
Επίθετο
επεξεργασίαεπιτροπικός
- που έχει σχέση με επίτροπο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) επιτροπικό
- το έγγραφο που πιστοποιεί ότι κάποιος είναι επίτροπος
- η ενάσκηση των καθηκόντων ενός επιτρόπου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιτροπικός
|