ενάσκηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενάσκηση | οι | ενασκήσεις |
γενική | της | ενάσκησης* | των | ενασκήσεων |
αιτιατική | την | ενάσκηση | τις | ενασκήσεις |
κλητική | ενάσκηση | ενασκήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενασκήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενάσκηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενασκώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενάσκηση
|