ενασκώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενασκώ < ελληνιστική κοινή ἐνασκέω / ἐνασκῶ < ἐν + αρχαία ελληνική ἀσκέω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενασκώ (παθητική φωνή: ενασκούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- ενάσκηση
- ενασκούμενος
- → δείτε τη λέξη ασκώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενασκώ
|