ενασκήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαενασκήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενασκώ
- θα ενασκήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενασκώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαενασκήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενάσκηση