ἐπίτροπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπίτροπος | οἱ/αἱ | ἐπίτροποι |
γενική | τοῦ/τῆς | ἐπιτρόπου | τῶν | ἐπιτρόπων |
δοτική | τῷ/τῇ | ἐπιτρόπῳ | τοῖς/ταῖς | ἐπιτρόποις |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπίτροπον | τοὺς/τὰς | ἐπιτρόπους |
κλητική ὦ! | ἐπίτροπε | ἐπίτροποι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιτρόπω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιτρόποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐπίτροπος < ἐπιτροπή με μεταπτωτική βαθμίδα τροπ- του ἐπιτρέπω. Μορφολογικά αναλύεται σε (ἐπί) ἐπί- + τροπ- (τρέπω) + -ος.[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐπίτροπος, -ου αρσενικό ή θηλυκό
- κηδεμόνας, προστάτης, αντιβασιλιάς
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 80.6
- Μολοσσοὺς δὲ ἦγε καὶ Ἀτιντᾶνας Σαβύλινθος ἐπίτροπος ὢν Θάρυπος τοῦ βασιλέως ἔτι παιδὸς ὄντος, καὶ Παραυαίους Ὄροιδος βασιλεύων.
- Οι Μολοσσοί και οι Ατιντάνες είχαν αρχηγό τον Σαβύλινθο, που ήταν επίτροπος του βασιλέως Θαρύπου, ο οποίος ήταν ακόμα παιδί, και οι Παραυαίοι είχαν αρχηγό τον βασιλέα τους Όροιδο.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- Μολοσσοὺς δὲ ἦγε καὶ Ἀτιντᾶνας Σαβύλινθος ἐπίτροπος ὢν Θάρυπος τοῦ βασιλέως ἔτι παιδὸς ὄντος, καὶ Παραυαίους Ὄροιδος βασιλεύων.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Μενέξενος (αμφισβητείται), 249c
- καὶ ἀτεχνῶς τῶν μὲν τελευτησάντων ἐν κληρονόμου καὶ ὑέος μοίρᾳ καθεστηκυῖα, τῶν δὲ ὑέων ἐν πατρός, γονέων δὲ τῶν τούτων ἐν ἐπιτρόπου, πᾶσαν πάντων παρὰ πάντα τὸν χρόνον ἐπιμέλειαν ποιουμένη.
- Κοντολογίς η πολιτεία έχει σύμφωνα με το νόμο απέναντι των νεκρών των πολέμων τη θέση κληρονόμου και γιου, απέναντι των παιδιών τους τη θέση πατέρα και απέναντι των γονιών τους τη θέση κηδεμόνα, και γενικά φροντίζει και προστατεύει όλους με κάθε τρόπο και σ᾽ όλη τους τη ζωή.
- Μετάφραση (1951): Νικόλαος Κορκοφίγκας. @greek‑language.gr
- καὶ ἀτεχνῶς τῶν μὲν τελευτησάντων ἐν κληρονόμου καὶ ὑέος μοίρᾳ καθεστηκυῖα, τῶν δὲ ὑέων ἐν πατρός, γονέων δὲ τῶν τούτων ἐν ἐπιτρόπου, πᾶσαν πάντων παρὰ πάντα τὸν χρόνον ἐπιμέλειαν ποιουμένη.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κάμιλλος, 15.3 @scaife.perseus
- ἦν ἐπίτροπος παιδὸς ὀρφανοῦ πλούτῳ τε πρώτου τῶν πολιτῶν καὶ θαυμαζομένου κατʼ εἶδος, ὄνομα Λουκούμωνος.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 80.6
- το άτομο στο οποίο έχει ανατεθεί ένα αξίωμα
- επιστάτης, επιμελητής, οικονόμος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 15.5
- Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐγώ, ἔφην, ὦ Ἰσχόμαχε, ἱκανῶς δοκῶ καταμεμαθηκέναι ᾗ εἶπας, καθ᾽ ἃ δεῖ διδάσκειν τὸν ἐπίτροπον·
- «Εγώ», είπα, Ισχόμαχε, «νομίζω πως έχω καταλάβει πολύ καλά αυτά που έλεγες, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο πρέπει να διδάσκει κάποιος τον επιστάτη·
- Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐγώ, ἔφην, ὦ Ἰσχόμαχε, ἱκανῶς δοκῶ καταμεμαθηκέναι ᾗ εἶπας, καθ᾽ ἃ δεῖ διδάσκειν τὸν ἐπίτροπον·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 15.5
- διοικητής, τοπάρχης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 30.2
- τῆς δὲ Μιλήτου ἐτύγχανε ἐπίτροπος ἐὼν Ἀρισταγόρης ὁ Μολπαγόρεω, γαμβρός τε ἐὼν καὶ ἀνεψιὸς Ἱστιαίου τοῦ Λυσαγόρεω, τὸν ὁ Δαρεῖος ἐν Σούσοισι κατεῖχε.
- Συνέβαινε τότε να είναι τοποτηρητής του τυράννου στη Μίλητο ο Αρισταγόρας, γιος του Μολπαγόρα, που ήταν γαμπρός κι εξάδερφος του Ιστιαίου, του γιου του Λυσαγόρα, εκείνου που ο Δαρείος κρατούσε στα Σούσα.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τῆς δὲ Μιλήτου ἐτύγχανε ἐπίτροπος ἐὼν Ἀρισταγόρης ὁ Μολπαγόρεω, γαμβρός τε ἐὼν καὶ ἀνεψιὸς Ἱστιαίου τοῦ Λυσαγόρεω, τὸν ὁ Δαρεῖος ἐν Σούσοισι κατεῖχε.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 30.2
- εκτελεστής διαθήκης
- (μεταφορικά) προστάτης, φύλακας
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 1. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 107 (1.107-1.109)
- θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῖσι μήδεται | ἔχων τοῦτο κᾶδος, Ἱέρων, | μερίμναισιν·
- Ο θεός προστάτης σου είναι, | Ιέρωνα, κι έχοντας τη φροντίδα σου | νοιάζεται για των σκοπών σου την επιτυχία.
- Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῖσι μήδεται | ἔχων τοῦτο κᾶδος, Ἱέρων, | μερίμναισιν·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 1. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 107 (1.107-1.109)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ επιτροπή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἐπίτροπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπίτροπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.