Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
ananas ananas

ananas (fr) αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ananas < πορτογαλική ananaz

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ananas (it)

  1. το δένδρο ανανάς
  2. (φρούτο) ο καρπός ανανάς



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ananas (nl)

  1. (φυτό) το δένδρο ανανάς
  2. (φρούτο) ο καρπός ανανάς



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ananas (pl) αρσενικό

  1. (φρούτο) ο ανανάς
  2. (μεταφορικά) μπαγάσας, κατεργαράκος

Συγγενικά

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ânanas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: a‐na‐nas

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ananas (sh) (κυριλλική γραφή: ананас) αρσενικό

  1. (φυτό) το δένδρο ανανάς
  2. (φρούτο) ο καρπός ανανάς



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ananas < (άμεσο δάνειο) γαλλική [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑnɑˈnɑs/
τυπογραφικός συλλαβισμός: a‐na‐nas

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ananas (tr)

  1. (φυτό) το δένδρο ανανάς
     συνώνυμα: ananas ağacı
  2. (φρούτο) ο καρπός ανανάς

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ananas - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ananas (cs)

  1. (φυτό) το δένδρο ανανάς
  2. (φρούτο) ο καρπός ανανάς



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ananas (fi)

  1. (φυτό) το δένδρο ανανάς
  2. (φρούτο) ο καρπός ανανάς