ananas
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
ananas | ananas |
ananas (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ananas < πορτογαλική ananaz
Ουσιαστικό
επεξεργασίαananas (it)
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαananas (nl)
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαananas (pl) αρσενικό
- (φρούτο) ο ανανάς
- (μεταφορικά) μπαγάσας, κατεργαράκος
Συγγενικά
επεξεργασία
Σερβοκροατικά (sh)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ânanas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : a‐na‐nas
Ουσιαστικό
επεξεργασίαananas (sh) (κυριλλική γραφή: ананас) αρσενικό
Κλίση
επεξεργασία κλίση του ananas
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ananas | ananasi |
γενική | ananasa | ananasa |
δοτική | ananasu | ananasima |
αιτιατική | ananas | ananase |
κλητική | ananase | ananasi |
τοπική | ananasu | ananasima |
οργανική | ananasom | ananasima |
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ananas < (άμεσο δάνειο) γαλλική [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɑnɑˈnɑs/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : a‐na‐nas
Ουσιαστικό
επεξεργασίαananas (tr)
Κλίση
επεξεργασίακλίση του ananas
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ananas | ananaslar |
αιτιατική | ananası | ananasları |
δοτική | ananasa | ananaslara |
τοπική | ananasta | ananaslarda |
αφαιρετική | ananastan | ananaslardan |
γενική | ananasın | ananasların |
κτητικές μορφές του ananas
(ονομαστική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | ananasım | ananaslarım |
... σου | ananasın | ananasların |
... του | ananası | ananasları |
... μας | ananasımız | ananaslarımız |
... σας | ananasınız | ananaslarınız |
... τους | ananasları | ananasları |
(αιτιατική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | ananasımı | ananaslarımı |
... σου | ananasını | ananaslarını |
... του | ananasını | ananaslarını |
... μας | ananasımızı | ananaslarımızı |
... σας | ananasınızı | ananaslarınızı |
... τους | ananaslarını | ananaslarını |
(δοτική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | ananasıma | ananaslarıma |
... σου | ananasına | ananaslarına |
... του | ananasına | ananaslarına |
... μας | ananasımıza | ananaslarımıza |
... σας | ananasınıza | ananaslarınıza |
... τους | ananaslarına | ananaslarına |
(τοπική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | ananasımda | ananaslarımda |
... σου | ananasında | ananaslarında |
... του | ananasında | ananaslarında |
... μας | ananasımızda | ananaslarımızda |
... σας | ananasınızda | ananaslarınızda |
... τους | ananaslarında | ananaslarında |
(αφαιρετική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | ananasımdan | ananaslarımdan |
... σου | ananasından | ananaslarından |
... του | ananasından | ananaslarından |
... μας | ananasımızdan | ananaslarımızdan |
... σας | ananasınızdan | ananaslarınızdan |
... τους | ananaslarından | ananaslarından |
(γενική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | ananasımın | ananaslarımın |
... σου | ananasının | ananaslarının |
... του | ananasının | ananaslarının |
... μας | ananasımızın | ananaslarımızın |
... σας | ananasınızın | ananaslarınızın |
... τους | ananaslarının | ananaslarının |
κλίση του ananas (ως κατηγορουμένου)
ενεστώτας | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
είμαι | ananasım | ananaslarım* |
είσαι | ananassın | ananaslarsın* |
είναι | ananas / ananastır | ananaslar* / ananaslardır* |
είμαστε | ananasız | ananaslarız |
είστε | ananassınız | ananaslarsınız |
είναι | ananaslar | ananaslardır |
αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | ananastım | ananaslardım* |
ήσουν | ananastın | ananaslardın* |
ήταν | ananastı | ananaslardı* |
ήμασταν | ananastık | ananaslardık |
ήσασταν | ananastınız | ananaslardınız |
ήταν | ananastı(lar) | ananaslardı |
έμμεσος / απρόσωπος αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | ananasmışım | ananaslarmışım* |
ήσουν | ananasmışsın | ananaslarmışsın* |
ήταν | ananasmış | ananaslarmış* |
ήμασταν | ananasmışız | ananaslarmışız |
ήσασταν | ananasmışsınız | ananaslarmışsınız |
ήταν | ananasmış(lar) | ananaslarmış |
*Πρόκειται για σπάνιους, κυρίως λόγιους ή ποιητικούς τύπους.
Σημείωση: οι τύποι του πληθυντικού δεν χρησιμοποιούνται για επίθετα. |
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ananas - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαananas (cs)
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαananas (fi)