μπαγάσας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπαγάσας | οι | μπαγάσες & μπαγάσηδες |
γενική | του | μπαγάσα | των | — μπαγάσηδων |
αιτιατική | τον | μπαγάσα | τους | μπαγάσες & μπαγάσηδες |
κλητική | μπαγάσα | μπαγάσες & μπαγάσηδες | ||
Κατηγορία όπως «αέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπαγάσας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπαγάσα (πόρνη) < ιταλική bagascia (πουτανίτσα)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπαγάσας αρσενικό
- (οικείο, σκωπτικό) που πετυχαίνει αυτό που θέλει με πονηρό τρόπο κατεργαράκος, επιτήδειος
- (παρωχημένο, υβριστικό) απατεώνας, παλιάνθρωπος, διεφθαρμένος, αναξιόπιστος