Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαγάσας οι μπαγάσες
& μπαγάσηδες
      γενική του μπαγάσα των
μπαγάσηδων
    αιτιατική τον μπαγάσα τους μπαγάσες
& μπαγάσηδες
     κλητική μπαγάσα μπαγάσες
& μπαγάσηδες
Κατηγορία όπως «αέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαγάσας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπαγάσα (πόρνη) < ιταλική bagascia (πουτανίτσα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /baˈɣa.sas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαγάσας αρσενικό

  1. (οικείο, σκωπτικό) που πετυχαίνει αυτό που θέλει με πονηρό τρόπο κατεργαράκος, επιτήδειος
  2. (παρωχημένο, υβριστικό) απατεώνας, παλιάνθρωπος, διεφθαρμένος, αναξιόπιστος

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία