μπαγάσας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπαγάσας | οι | μπαγάσες & μπαγάσηδες |
γενική | του | μπαγάσα | των | — μπαγάσηδων |
αιτιατική | τον | μπαγάσα | τους | μπαγάσες & μπαγάσηδες |
κλητική | μπαγάσα | μπαγάσες & μπαγάσηδες | ||
Κατηγορία όπως «αέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπαγάσας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπαγάσα (πόρνη) < ιταλική bagascia (πουτανίτσα)
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπαγάσας αρσενικό
- (οικείο, σκωπτικό) που πετυχαίνει αυτό που θέλει με πονηρό τρόπο κατεργαράκος, επιτήδειος
- (παρωχημένο, υβριστικό) απατεώνας, παλιάνθρωπος, διεφθαρμένος, αναξιόπιστος
Παράγωγα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- μπαγάσας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μπαγάσας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)