κατεργαράκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατεργαράκος < κατεργάρης + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατεργαράκος αρσενικό
- ειρωνικά ή χαϊδευτικά ο κατεργάρης
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατεργαράκος
|
κατεργαράκος αρσενικό
|