βελονοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βελονοειδής | η | βελονοειδής | το | βελονοειδές |
γενική | του | βελονοειδούς* | της | βελονοειδούς | του | βελονοειδούς |
αιτιατική | τον | βελονοειδή | τη | βελονοειδή | το | βελονοειδές |
κλητική | βελονοειδή(ς) | βελονοειδής | βελονοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βελονοειδείς | οι | βελονοειδείς | τα | βελονοειδή |
γενική | των | βελονοειδών | των | βελονοειδών | των | βελονοειδών |
αιτιατική | τους | βελονοειδείς | τις | βελονοειδείς | τα | βελονοειδή |
κλητική | βελονοειδείς | βελονοειδείς | βελονοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βελονοειδής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βελονοειδής[1] Συχρονικά αναλύεται σε βελόν(η) + -ο- + -ειδής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ve.lo.no.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐λο‐νο‐ει‐δής
Επίθετο
επεξεργασίαβελονοειδής, -ής, -ές
- που μοιάζει με βελόνα: λεπτό, μακρόστενο και μυτερό
- ⮡ το πεύκο έχει βελονοειδή φύλλα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βελόνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία βελονοειδής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βελονοειδής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβελονοειδής, -ής, -ές
Πηγές
επεξεργασία- βελονοειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.