ψαροκόκαλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψαροκόκαλο < ψαρο- + κόκαλο, ίσως προέλευσης από τη μεσαιωνική ελληνική ψαροκόκαλον[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψαροκόκαλο ουδέτερο
- το κόκαλο του ψαριού
- (ύφασμα) τεχνική ύφανσης που δημιουργεί το σχήμα του σκελετού του ψαριού (συνηθίζεται κυρίως υφάσματα για κοστούμια)
- (κομμωτική) τρόπος κόμμωσης για πλεξούδα σε μακριά μαλλιά, το αποτέλεσμα της οποίας είναι αυτά να παίρνουν το σχήμα της ραχοκοκαλιάς του ψαριού
Μεταφράσεις επεξεργασία
κόκαλο ψαριού
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ψαροκόκαλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας