ἀμαυρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀμαυρός | ἡ | ἀμαυρᾱ́ | τὸ | ἀμαυρόν |
γενική | τοῦ/τῆς | ἀμαυροῦ | τῆς | ἀμαυρᾶς | τοῦ | ἀμαυροῦ |
δοτική | τῷ/τῇ | ἀμαυρῷ | τῇ | ἀμαυρᾷ | τῷ | ἀμαυρῷ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀμαυρόν | τὴν | ἀμαυρᾱ́ν | τὸ | ἀμαυρόν |
κλητική ὦ! | ἀμαυρέ | ἀμαυρᾱ́ | ἀμαυρόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀμαυροί | αἱ | ἀμαυραί | τὰ | ἀμαυρᾰ́ |
γενική | τῶν | ἀμαυρῶν | τῶν | ἀμαυρῶν | τῶν | ἀμαυρῶν |
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀμαυροῖς | ταῖς | ἀμαυραῖς | τοῖς | ἀμαυροῖς |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀμαυρούς | τὰς | ἀμαυρᾱ́ς | τὰ | ἀμαυρᾰ́ |
κλητική ὦ! | ἀμαυροί | ἀμαυραί | ἀμαυρᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμαυρώ | τὼ | ἀμαυρᾱ́ | τὼ | ἀμαυρώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμαυροῖν | τοῖν | ἀμαυραῖν | τοῖν | ἀμαυροῖν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ἀμαυρός' όπως «ἀμαυρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀμαυρός, -ά, -όν & -ός, -ός, -όν
- δυσδιάκριτος, αμυδρός, ομιχλώδης
- σκοτεινός
- τυφλός
- (για ήχο) ασαφής, ασθενής
- αβέβαιος
- άγνωστος, άσημος
- κατηφής, μελαγχολικός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαστα νέα ελληνικά:
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «αμαυρώνω», «μαύρος» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἀμαυρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμαυρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.