ἀμαυρόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ἀμαυρόω-ἀμαυρῶ
- θολώνω, μια εικόνα, κατάσταση, την κάνω πιο θαμπή, ασαφή, αμυδρή, την ξεθωριάζω, αποδυναμώνω κάτι, το εξαφανίζω
- ⮡ ἄστρα ἠμαύρωσε ἥλιος
- ⮡ καὶ οὐ τὰ νῦν ἀλλὰ τὰ ἀρχαῖα, ὧν ὁ χρόνος ἠμαύρωκε τὰ πολλά. : και όχι τα τωρινά, αλλά τα αρχαία (πράγματα), από τα οποία τα περισσότερα ο χρόνος βύθισε στο σκοτάδι
- εξαλείφω
- ※ θάλλει καὶ αὔξεται, ὑπὸ δὲ τοῦ πολεμίου φθίνει καὶ ἀμαυροῦται. : (η νόσος) θεριεύει και αυξάνεται, ενώ από ό,τι την πολεμάει φθίνει και εξαλείφεται (Ιπποκράτης, Περί ιερής νούσου, 18)
- σκουραίνω, σκοτεινιάζω
- ⮡ θυομένῳ, ὁ ἥλιος ἀμαυρώθη ἐν τῷ οὐρανῷ. : καθώς προσέφερε τη θυσία του, ο ήλιος σκοτείνιασε στον ουρανό
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ἀμαυρόω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμαυρόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.