Ετυμολογία

επεξεργασία

σκοτεινιάζω, αόρ.: σκοτείνιασα, μτχ.π.π.: σκοτεινιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (κυριολεκτικά, μεταβατικό) κάνω κάτι (πιο) σκοτεινό
  2. (κυριολεκτικά, αμετάβατο) γίνομαι (πιο) σκοτεινός
  3. (μεταφορικά, αμετάβατο) φαίνομαι στενοχωρημένος
      Είδα τα πρόσωπά τους να σκοτεινιάζουν από ένα κράμα οργής και λύπης για την αχαριστία μου. (Θανάσης Βαλτινός, Ο γύψος. Συλλογή διηγημάτων Δεκαοχτώ κείμενα. Αθήνα: Κέδρος, 1970)
  4. (απρόσωπο)  δείτε τη λέξη σκοτεινιάζει: νυχτώνει

Συγγενικά

επεξεργασία

Και παθητική μετοχή παρακειμένου: σκοτεινιασμένος

Μεταφράσεις

επεξεργασία