dark
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | dark |
συγκριτικός | darker |
υπερθετικός | darkest |
dark (en)
- σκοτεινός, έχει σκοτάδι/σκοτεινά, χωρίς καθόλου ή πολύ λίγο φως
- ⮡ The sky is very dark today.
- Ο ουρανός είναι πολύ σκοτεινός σήμερα.
- ⮡ It’s dark, we have to put on the camera’s flash.
- Είναι σκοτεινά, πρέπει να βάλουμε φλας στη μηχανή.
- ⮡ It is dark in here! Where are the lights?
- Έχει σκοτάδι εδώ μέσα! Πού είναι τα φώτα;
- ⮡ It’s getting dark.
- ⮡ It’s stating to get dark.
- Αρχίζει να σκοτεινιάζει.
- ⮡ We’ll arrive before it gets dark.
- Θα φτάσουμε πριν σκοτεινιάσει.
- ⮡ It gets dark early in the winter.
- Το χειμώνα σκοτεινιάζει νωρίς.
- ⮡ The thick curtains made the living room very dark.
- Οι χοντρές κουρτίνες σκοτείνιασαν πολύ το σαλόνι.
- ⮡ It got dark and we had yet to arrive.
- Βράδιασε κι ακόμη να φτάσουμε.
- ⮡ The sky is very dark today.
- σκούρος, για χρώματα
- μαύρος, μακάβριος, με έμφαση στις δυσάρεστες και μακάβριες πτυχές
- ⮡ a dark joke - μακάβριο αστείο
- ⮡ What dark humor!
- Τι μαύρο/μακάβριο χιούμορ!
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdark (en)
- (μόνο ενικός, the dark) το σκοτάδι, τα σκοτεινά
- ⮡ I’m afraid of the dark.
- Φοβάμαι το σκοτάδι.
- ⮡ Cats can see in the dark.
- Οι γάτες βλέπουν στο σκοτάδι.
- ⮡ How can you read in the dark?
- Πώς μπορείς και διαβάζεις στα σκοτεινά;
- ⮡ I’m afraid of the dark.