Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός dark
συγκριτικός darker
υπερθετικός darkest

dark (en)

  1. σκοτεινός, έχει σκοτάδι/σκοτεινά, χωρίς καθόλου ή πολύ λίγο φως
    ⮡  The sky is very dark today.
    Ο ουρανός είναι πολύ σκοτεινός σήμερα.
    ⮡  It’s dark, we have to put on the camera’s flash.
    Είναι σκοτεινά, πρέπει να βάλουμε φλας στη μηχανή.
    ⮡  It is dark in here! Where are the lights?
    Έχει σκοτάδι εδώ μέσα! Πού είναι τα φώτα;
    ⮡  It’s getting dark.
    Σκοτεινιάζει.
    ⮡  It’s stating to get dark.
    Αρχίζει να σκοτεινιάζει.
    ⮡  We’ll arrive before it gets dark.
    Θα φτάσουμε πριν σκοτεινιάσει.
    ⮡  It gets dark early in the winter.
    Το χειμώνα σκοτεινιάζει νωρίς.
    ⮡  The thick curtains made the living room very dark.
    Οι χοντρές κουρτίνες σκοτείνιασαν πολύ το σαλόνι.
    ⮡  It got dark and we had yet to arrive.
    Βράδιασε κι ακόμη να φτάσουμε.
  2. σκούρος, για χρώματα
    ⮡  dark green - σκουρό πράσινο
     αντώνυμα: light
  3. μαύρος, μακάβριος, με έμφαση στις δυσάρεστες και μακάβριες πτυχές
    ⮡  a dark joke - μακάβριο αστείο
    ⮡  What dark humor!
    Τι μαύρο/μακάβριο χιούμορ!

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dark (en)

  • (μόνο ενικός, the dark) το σκοτάδι, τα σκοτεινά
    ⮡  I’m afraid of the dark.
    Φοβάμαι το σκοτάδι.
    ⮡  Cats can see in the dark.
    Οι γάτες βλέπουν στο σκοτάδι.
    ⮡  How can you read in the dark?
    Πώς μπορείς και διαβάζεις στα σκοτεινά;

Εκφράσεις

επεξεργασία