νυχτώνει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νυχτώνει < τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος νυχτώνω
Ρήμα
επεξεργασίανυχτώνει (απρόσωπο) , πρτ.: νύχτωνε, στ.μέλλ.: θα νυχτώσει, αόρ.: νύχτωσε
Μεταφράσεις
επεξεργασία νυχτώνει
|
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίανυχτώνει
- τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος νυχτώνω