βραδιάζει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βραδιάζει < τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος βραδιάζω
Ρήμα
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
βραδιάζει
- τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος βραδιάζω