βραδιάζει
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βραδιάζει < τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος βραδιάζω
ΡήμαΕπεξεργασία
βραδιάζει (απρόσωπο) , πρτ.: βράδιαζε, στ.μέλλ.: θα βραδιάσει, αόρ.: βράδιασε
- έρχεται το βράδυ, πέφτει σιγά σιγά το σκοτάδι
- όταν βράδιαζε μαζευόμαστε στο καθιστικό και ακούγαμε ιστορίες από τον παππού
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βραδιάζει
|
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
βραδιάζει
- τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος βραδιάζω