Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

βραδιάζει < τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος βραδιάζω

  ΡήμαΕπεξεργασία

βραδιάζει (απρόσωπο) , πρτ.: βράδιαζε, στ.μέλλ.: θα βραδιάσει, αόρ.: βράδιασε

  1. έρχεται το βράδυ, πέφτει σιγά σιγά το σκοτάδι
    όταν βράδιαζε μαζευόμαστε στο καθιστικό και ακούγαμε ιστορίες από τον παππού

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία

βραδιάζει