βράδυ
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βράδυ | τα | βράδια |
γενική | του | βραδιού | των | βραδιών |
αιτιατική | το | βράδυ | τα | βράδια |
κλητική | βράδυ | βράδια | ||
Ομάδα: βράδυ, δίχτυ, στάχυ & δάκρυ | ||||
όπως «-υ ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βράδυ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βράδυ[1] < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του αρχαίου επιθέτου βραδύς με αλλαγή του τονισμού
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvɾa.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρά‐δυ
Ουσιαστικό Επεξεργασία
βράδυ ουδέτερο
- το μέρος του εικοσιτετραώρου που αρχίζει μετά τη δύση του ήλιου, διαρκεί μερικές ώρες και το διαδέχεται η νύχτα
- η νύχτα
Σημειώσεις Επεξεργασία
Η διάκριση ανάμεσα στο βράδυ και τη νύχτα δεν είναι τόσο απόλυτη όσο σε άλλες γλώσσες. Όπως δηλώνεται στον ορισμό #2, πολλές φορές οι ομιλητές χρησιμοποιούν τους δύο όρους ισότιμα.
Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
βράδυ
Επεξεργασία
- ↑ βράδυ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.