Abend
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Abend (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Abende)
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- Abendanzug
- Abendbrot
- Abendessen
- Abendgymnasium
- Abendkasse
- Abendkleid
- Abendkurs
- Abendland
- Abendmahl
- Abendrot
- Abendstern
- Abendvorstellung
- Abendzeitung
- abendfüllend
- abendlich
- abends
Κύριο όνομα επεξεργασία
Abend αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Abend < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Abend αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]