Abendzeitung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Abendzeitung | die | Abendzeitungen |
γενική | der | Abendzeitung | der | Abendzeitungen |
δοτική | der | Abendzeitung | den | Abendzeitungen |
αιτιατική | die | Abendzeitung | die | Abendzeitungen |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAbendzeitung (de) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Abend