Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απογευματινός η απογευματινή το απογευματινό
      γενική του απογευματινού της απογευματινής του απογευματινού
    αιτιατική τον απογευματινό την απογευματινή το απογευματινό
     κλητική απογευματινέ απογευματινή απογευματινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απογευματινοί οι απογευματινές τα απογευματινά
      γενική των απογευματινών των απογευματινών των απογευματινών
    αιτιατική τους απογευματινούς τις απογευματινές τα απογευματινά
     κλητική απογευματινοί απογευματινές απογευματινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απογευματινός < απόγευμα

  Επίθετο επεξεργασία

απογευματινός -ή ό και απογεματινός

  • που συμβαίνει το απόγευμα ή σχετίζεται με αυτό

  Μεταφράσεις επεξεργασία