βραδινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βραδινός | η | βραδινή | το | βραδινό |
γενική | του | βραδινού | της | βραδινής | του | βραδινού |
αιτιατική | τον | βραδινό | τη | βραδινή | το | βραδινό |
κλητική | βραδινέ | βραδινή | βραδινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βραδινοί | οι | βραδινές | τα | βραδινά |
γενική | των | βραδινών | των | βραδινών | των | βραδινών |
αιτιατική | τους | βραδινούς | τις | βραδινές | τα | βραδινά |
κλητική | βραδινοί | βραδινές | βραδινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βραδινός < μεσαιωνική ελληνική βραδινός < βράδυ + -ινός
Επίθετο
επεξεργασίαβραδινός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στο βράδυ ή συμβαίνει κατά τη διάρκειά του
- κατά τις βραδινές ώρες
- που ταιριάζει στο βράδυ
- επίσημο βραδινό φόρεμα
- (ουσιαστικοποιημένο) βραδινό
- (ουσιαστικοποιημένο) βραδινή
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποβραδινός
- χθεσινοβραδινός
- → δείτε τη λέξη βράδυ
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβραδινός