ῥαδινός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαῥαδινός,-ή, -όν
- λεπτός, λυγερός (κίων, φοῖνιξ, κυπάρισσος, πτέρυγες αλλά και μέλη ανθρώπων: πόδες, χεῖρες, μηροί, και παῖς)
- βραδίναν Ἀφροδίταν
- απαλός
- ῥαδινῇ τῇ κόμῃ
- ευλύγιστος ίσως και ευκίνητος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ῥαδινός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥαδινός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.