γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ῥαδινός ῥαδινή τὸ ῥαδινόν
      γενική τοῦ ῥαδινοῦ τῆς ῥαδινῆς τοῦ ῥαδινοῦ
      δοτική τῷ ῥαδιν τῇ ῥαδιν τῷ ῥαδιν
    αιτιατική τὸν ῥαδινόν τὴν ῥαδινήν τὸ ῥαδινόν
     κλητική ! ῥαδινέ ῥαδινή ῥαδινόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ῥαδινοί αἱ ῥαδιναί τὰ ῥαδινᾰ́
      γενική τῶν ῥαδινῶν τῶν ῥαδινῶν τῶν ῥαδινῶν
      δοτική τοῖς ῥαδινοῖς ταῖς ῥαδιναῖς τοῖς ῥαδινοῖς
    αιτιατική τοὺς ῥαδινούς τὰς ῥαδινᾱ́ς τὰ ῥαδινᾰ́
     κλητική ! ῥαδινοί ῥαδιναί ῥαδινᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ῥαδινώ τὼ ῥαδινᾱ́ τὼ ῥαδινώ
      γεν-δοτ τοῖν ῥαδινοῖν τοῖν ῥαδιναῖν τοῖν ῥαδινοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥαδινός συγγενές των ῥοδανός και ῥοδάνη

  Επίθετο

επεξεργασία

ῥαδινός,-ή, -όν

  1. λεπτός, λυγερός (κίων, φοῖνιξ, κυπάρισσος, πτέρυγες αλλά και μέλη ανθρώπων: πόδες, χεῖρες, μηροί, και παῖς)
    βραδίναν Ἀφροδίταν
  2. απαλός
    ῥαδινῇ τῇ κόμῃ
  3. ευλύγιστος ίσως και ευκίνητος

Άλλες μορφές

επεξεργασία