φοῖνιξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φοινῑκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | φοῖνιξ | οἱ | φοίνικες | |
γενική | τοῦ | φοίνικος | τῶν | φοινίκων | |
δοτική | τῷ | φοίνικῐ | τοῖς | φοίνιξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | φοίνικᾰ | τοὺς | φοίνικᾰς | |
κλητική ὦ! | φοῖνιξ | φοίνικες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φοίνικε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φοινίκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- φοῖνιξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφοῖνιξ αρσενικό
- (χρώμα) πορφυρό χρώμα
- (φυτό) ο φοίνικας, η φοινικιά, η χουρμαδιά
- (φρούτο) χουρμάς
- (μουσικό όργανο) φοινικικό μουσικό όργανο
Συγγενικά
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- φοῖνιξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφοῖνιξ αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- φοῖνιξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φοῖνιξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.