Δείτε επίσης: Φοῖνιξ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φοινῑκ-
ονομαστική φοῖνιξ οἱ φοίνικες
      γενική τοῦ φοίνικος τῶν φοινίκων
      δοτική τῷ φοίνικ τοῖς φοίνιξ(ν)
    αιτιατική τὸν φοίνικ τοὺς φοίνικᾰς
     κλητική ! φοῖνιξ φοίνικες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φοίνικε
γεν-δοτ τοῖν  φοινίκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

φοῖνιξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φοῖνιξ αρσενικό

  1. (χρώμα) πορφυρό χρώμα
  2. (φυτό) ο φοίνικας, η φοινικιά, η χουρμαδιά
  3. (φρούτο) χουρμάς
  4. (μουσικό όργανο) φοινικικό μουσικό όργανο

Συγγενικά επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

φοῖνιξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φοῖνιξ αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία