πορφυρό
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πορφυρό | τα | πορφυρά |
γενική | του | πορφυρού | των | πορφυρών |
αιτιατική | το | πορφυρό | τα | πορφυρά |
κλητική | πορφυρό | πορφυρά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πορφυρό ουδέτερο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πορφύρα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
πορφυρό