Δείτε επίσης: Φοίνικας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φοίνικας οι φοίνικες
      γενική του φοίνικα των φοινίκων
    αιτιατική τον φοίνικα τους φοίνικες
     κλητική φοίνικα φοίνικες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένας φοίνικας.
 
Ζωγραφική αναπαράσταση του μυθικού φοίνικα.
 
Το νόμισμα του φοίνικα.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φοίνικας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φοῖνιξ από την αιτιατική ενικού «τὸν φοίνικα» [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfi.ni.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φοί‐νι‐κας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φοίνικας αρσενικό

  1. (δέντρο) αειθαλές τροπικό δέντρο της οικογένειας Palmae ή Arecaceae, το οποίο έχει ψηλό και κυλινδρικό, σχεδόν ίσιο και χωρίς κλαδιά, κορμό που καταλήγει σε θύσανο
     συνώνυμα: φοινικιά, φοινικόδεντρο, χουρμαδιά
  2. (αιγυπτιακή μυθολογία) ιερό πουλί της αρχαίας Αιγύπτου. Θεωρούνταν ότι ζει αιώνες κι, όταν ένιωθε ότι θα πεθάνει, έμπαινε σε φωτιά από αρωματικά φύλλα, για να αναγεννηθεί από τις στάχτες του
  3. (νόμισμα) το πρώτο ασημένιο νόμισμα του ελληνικού κράτους μετά την Τουρκοκρατία
    ⮡  Ο φοίνικας κόπηκε στην Αίγινα το 1828 από την καποδιστριακή κυβέρνηση και είχε αναπαράσταση του παραπάνω πτηνού στη μία του όψη. Αντικαταστάθηκε το 1832 από τη δραχμή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία