φοίνικας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φοίνικας | οι | φοίνικες |
γενική | του | φοίνικα | των | φοινίκων |
αιτιατική | τον | φοίνικα | τους | φοίνικες |
κλητική | φοίνικα | φοίνικες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φοίνικας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φοῖνιξ από την αιτιατική ενικού «τὸν φοίνικα» [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfi.ni.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φοί‐νι‐κας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφοίνικας αρσενικό
- (δέντρο) αειθαλές τροπικό δέντρο της οικογένειας Palmae ή Arecaceae, το οποίο έχει ψηλό και κυλινδρικό, σχεδόν ίσιο και χωρίς κλαδιά, κορμό που καταλήγει σε θύσανο
- (αιγυπτιακή μυθολογία) ιερό πουλί της αρχαίας Αιγύπτου. Θεωρούνταν ότι ζει αιώνες κι, όταν ένιωθε ότι θα πεθάνει, έμπαινε σε φωτιά από αρωματικά φύλλα, για να αναγεννηθεί από τις στάχτες του
- (νόμισμα) το πρώτο ασημένιο νόμισμα του ελληνικού κράτους μετά την Τουρκοκρατία
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τροπικό δέντρο
μυθικό πουλί
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φοίνικας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας