φοινικοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φοινικοειδής | η | φοινικοειδής | το | φοινικοειδές |
γενική | του | φοινικοειδούς* | της | φοινικοειδούς | του | φοινικοειδούς |
αιτιατική | τον | φοινικοειδή | τη | φοινικοειδή | το | φοινικοειδές |
κλητική | φοινικοειδή(ς) | φοινικοειδής | φοινικοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φοινικοειδείς | οι | φοινικοειδείς | τα | φοινικοειδή |
γενική | των | φοινικοειδών | των | φοινικοειδών | των | φοινικοειδών |
αιτιατική | τους | φοινικοειδείς | τις | φοινικοειδείς | τα | φοινικοειδή |
κλητική | φοινικοειδείς | φοινικοειδείς | φοινικοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφοινικοειδής