Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φοινικοειδής η φοινικοειδής το φοινικοειδές
      γενική του φοινικοειδούς* της φοινικοειδούς του φοινικοειδούς
    αιτιατική τον φοινικοειδή τη φοινικοειδή το φοινικοειδές
     κλητική φοινικοειδή(ς) φοινικοειδής φοινικοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φοινικοειδείς οι φοινικοειδείς τα φοινικοειδή
      γενική των φοινικοειδών των φοινικοειδών των φοινικοειδών
    αιτιατική τους φοινικοειδείς τις φοινικοειδείς τα φοινικοειδή
     κλητική φοινικοειδείς φοινικοειδείς φοινικοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοινικοειδής < φοίνικας και -ειδής ( < είδος)

  Επίθετο επεξεργασία

φοινικοειδής

  1. σαν φοίνικας, που μοιάζει με φοίνικα
  2. που ανήκει στο γενικότερο σύνολο γων φοινίκων

  Μεταφράσεις επεξεργασία