Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
palm palms

  Ουσιαστικό επεξεργασία

palm (en)

  1. o φοίνικας, η φοινικιά
  2. η παλάμη
  3. ηλεκτρονική φορητή συσκευή

Σύνθετα επεξεργασία