φοινικέλαιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φοινικέλαιο < φοίνικ(ας) + -έλαιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφοινικέλαιο ουδέτερο
- είδος φυτικού λαδιού και, συγκεκριμένα, του λαδιού που εξάγεται με επεξεργασία του καρπού ορισμένων φοινικόδεντρων -εκείνων που ανήκουν στο είδος Elais guineensis και Elaeis oleifera