Αίγυπτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈe.ʝi.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αί‐γυ‐πτος
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αίγυπτος | οι | Αίγυπτοι |
γενική | της | Αιγύπτου | των | Αιγύπτων |
αιτιατική | την | Αίγυπτο | τις | Αιγύπτους |
κλητική | Αίγυπτε (Αίγυπτο) |
Αίγυπτοι | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Αίγυπτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Αἴγυπτος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αίγυπτος θηλυκό
- κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και της Ασίας με πρωτεύουσα το Κάιρο, επίσημη γλώσσα την αραβική και νόμισμα την αιγυπτιακή λίρα
- επίσημη ονομασία: Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Αίγυπτος στη Βικιπαίδεια
- Αίγυπτος στα Βικιταξίδια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αίγυπτος
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Αίγυπτος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αίγυπτος αρσενικό (θηλυκό Αίγυπτου)