Δείτε επίσης: Αἴγυπτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.ʝi.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αί‐γυ‐πτος


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αίγυπτος οι Αίγυπτοι
      γενική της Αιγύπτου των Αιγύπτων
    αιτιατική την Αίγυπτο τις Αιγύπτους
     κλητική Αίγυπτε
(Αίγυπτο)
Αίγυπτοι
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η σημαία της Αιγύπτου.
 
Η θέση της Αιγύπτου στην Αφρική.

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Αίγυπτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Αἴγυπτος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αίγυπτος θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αίγυπτος οι Αίγυπτοι
      γενική του Αίγυπτου των Αίγυπτων
    αιτιατική τον Αίγυπτο τους Αίγυπτους
     κλητική Αίγυπτε Αίγυπτοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Γιάμαλος (κλίση: αντίλαλος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αίγυπτος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αίγυπτος αρσενικό (θηλυκό Αίγυπτου)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]