Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κάιρο τα Κάιρα
      γενική του Κάιρου των Κάιρων
    αιτιατική το Κάιρο τα Κάιρα
     κλητική Κάιρο Κάιρα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Νυχτερινή άποψη του Κάιρου.

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κάιρο < (άμεσο δάνειο) αγγλική Cairo < αραβική القاهرة (al-qāhira)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈka.i.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κά‐ι‐ρο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κάιρο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)