Δείτε επίσης: Κατηγορία:Αιγυπτιακά αραβικά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιγυπτιακά αραβικά < αιγυπτιακός αραβικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αιγυπτιακά αραβικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία