Δείτε επίσης: Αίγυπτος
αρσενικό ή θηλυκό
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική
Αἴγυπτος
      γενική τοῦ
τῆς
Αἰγύπτου
      δοτική τῷ
τῇ
Αἰγύπτ
    αιτιατική τὸν
τὴν
Αἴγυπτον
     κλητική ! Αἴγυπτε
Για τον ποταμό, αρσενικό. Για τη χώρα, θηλυκό.
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «Αἴγυπτος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Αἴγυπτος, ήδη μυκηναϊκή 𐁁𐀓𐀠𐀴𐀍 (ai-ku-pi-ti-jo, Αιγύπτιος) < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή ḥwt-kꜣ-ptḥ (ḥwt-kꜣ-ptḥ, Hwt-ka-Ptah)
Hwtt
O1
kA
Z1
p
t
HA40
(ο οίκος της ψυχής του Πτα, ένας ναός στη Μέμφιδα) [1]

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. η μυκηναϊκή 𐁁𐀓𐀠𐀴𐀍 ai-ku-pi-ti-jo στο αγγλικό Βικιλεξικό