Αἴγυπτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίααρσενικό ή θηλυκό | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ ἡ |
Αἴγυπτος | ||||||
γενική | τοῦ τῆς |
Αἰγύπτου | ||||||
δοτική | τῷ τῇ |
Αἰγύπτῳ | ||||||
αιτιατική | τὸν τὴν |
Αἴγυπτον | ||||||
κλητική ὦ! | Αἴγυπτε | |||||||
Για τον ποταμό, αρσενικό. Για τη χώρα, θηλυκό. | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «Αἴγυπτος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αἴγυπτος, ήδη μυκηναϊκή 𐁁𐀓𐀠𐀴𐀍 (ai-ku-pi-ti-jo, Αιγύπτιος) < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή ḥwt-kꜣ-ptḥ (ḥwt-kꜣ-ptḥ, Hwt-ka-Ptah)
(ο οίκος της ψυχής του Πτα, ένας ναός στη Μέμφιδα) [1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑἴγυπτος
Συγγενικά
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίαΑἴγυπτος (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ νέα ελληνικά: Αίγυπτος
- ↷ λατινικά: Aegyptus
- → ιταλικά: Egitto
- → παλαιά γαλλικά
- ↷ ρωσικά: Египет (Jegipet)
→ και δείτε Αἴγυπτος#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ η μυκηναϊκή 𐁁𐀓𐀠𐀴𐀍 ai-ku-pi-ti-jo στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- Αἴγυπτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Αἴγυπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.