Αιγύπτιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αιγύπτιος | οι | Αιγύπτιοι |
γενική | του | Αιγύπτιου & Αιγυπτίου |
των | Αιγύπτιων & Αιγυπτίων |
αιτιατική | τον | Αιγύπτιο | τους | Αιγύπτιους & Αιγυπτίους |
κλητική | Αιγύπτιε | Αιγύπτιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αιγύπτιος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑιγύπτιος αρσενικό (θηλυκό Αιγύπτια ή λόγιο, παρωχημένο Αιγυπτία)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Αίγυπτο ή έχει αιγυπτιακή υπηκοότητα
- ⮡ Ο «Αιγύπτιος» είναι το πιο γνωστό μυθιστόρημα του Φινλανδού συγγραφέα Μίκα Βάλταρι.