χουρμαδιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χουρμαδιά | οι | χουρμαδιές |
γενική | της | χουρμαδιάς | των | χουρμαδιών |
αιτιατική | τη | χουρμαδιά | τις | χουρμαδιές |
κλητική | χουρμαδιά | χουρμαδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χουρμαδιά < χουρμάς
Ουσιαστικό επεξεργασία
χουρμαδιά θηλυκό
- ονομασία για ένα είδος φοινικιάς, τη δακτυλοφόρο (Φοίνιξ ο δακτυλοφόρος, Phoenix dactylifera), η οποία παράγει και τους χουρμάδες
Δείτε επίσης επεξεργασία
- χουρμαδιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
χουρμαδιά