Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χουρμάς οι χουρμάδες
      γενική του χουρμά των χουρμάδων
    αιτιατική τον χουρμά τους χουρμάδες
     κλητική χουρμά χουρμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Χουρμάδες.

  Ετυμολογία επεξεργασία

χουρμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική hurma < περσική خرما (xurmā)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χουρμάς αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία