Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επτανησιακός η επτανησιακή το επτανησιακό
      γενική του επτανησιακού της επτανησιακής του επτανησιακού
    αιτιατική τον επτανησιακό την επτανησιακή το επτανησιακό
     κλητική επτανησιακέ επτανησιακή επτανησιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επτανησιακοί οι επτανησιακές τα επτανησιακά
      γενική των επτανησιακών των επτανησιακών των επτανησιακών
    αιτιατική τους επτανησιακούς τις επτανησιακές τα επτανησιακά
     κλητική επτανησιακοί επτανησιακές επτανησιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επτανησιακός < Επτάνησ(ος) + -ιακός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pta.ni.si.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πτα‐νη‐σι‐α‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

επτανησιακός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία