ΔΦΑ : /e.pta.ni.si.aˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επτανησιακά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
επτανησιακά < επτανησιακ(ός) +

Επίρρημα

επεξεργασία

επτανησιακά

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επτανησιακά ουδέτερο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 3

επεξεργασία
επτανησιακά: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία