εφτανησιώτικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.fta.niˈsço.ti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φτα‐νη‐σιώ‐τι‐κα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- εφτανησιώτικα < εφτανησιώτικ(ος) + -α
Επίρρημα
επεξεργασία
εφτανησιώτικα
- (οικείο) συνώνυμο του επτανησιακά, με επτανησιακό τρόπο
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εφτανησιώτικα | ||
γενική | των | εφτανησιώτικων | ||
αιτιατική | τα | εφτανησιώτικα | ||
κλητική | εφτανησιώτικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- εφτανησιώτικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εφτανησιώτικος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εφτανησιώτικα ουδέτερο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) οικείος τύπος του επτανησιακά
Ετυμολογία 3
επεξεργασία
- εφτανησιώτικα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
εφτανησιώτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εφτανησιώτικος