↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοκοφοίνικας οι κοκοφοίνικες
      γενική του κοκοφοίνικα των (κοκοφοινίκων)
    αιτιατική τον κοκοφοίνικα τους κοκοφοίνικες
     κλητική κοκοφοίνικα κοκοφοίνικες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοκοφοίνικας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοκοφοίνικας αρσενικό

  • (δέντρο) αειθαλές δέντρο, (λατινικό όνομα Cocos nucifera), με τεράστια πτεροειδή φύλλα που φυτρώνει στις θερμές περιοχές και παράγει την ινδική καρύδα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία