κοκοφοίνικας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοκοφοίνικας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοκοφοίνικας αρσενικό
- (δέντρο) αειθαλές δέντρο, (λατινικό όνομα Cocos nucifera), με τεράστια πτεροειδή φύλλα που φυτρώνει στις θερμές περιοχές και παράγει την ινδική καρύδα
Συγγενικά
επεξεργασία- κοκοφοινικόσχοινο, κοκοφοινικόσκοινο
- → και δείτε τη λέξη φοίνικας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοκοφοίνικας